ομηγερής

ομηγερής
ὁμηγερής και δωρ. τ. ὁμαγερής, -ές (Α)
(επικ. τ.)
1. συναθροισμένος, συγκεντρωμένος («οἱ δ' ἕατ' εἰν ἀγορῇ... πάντες ὁμηγερέες», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «ὁμηγερὴς γίγνομαι» — συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -ηγερής (< θ. αγερ- τού ἀγείρω* «συναθροίζω, συγκεντρώνω»), με έκταση λόγω συνθέσεως και σιγμόληκτο σχηματισμό (πρβλ. νεφελ-ηγερής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὁμηγερεῖς — ὁμηγερής assembled masc/fem acc pl ὁμηγερής assembled masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμηγερέας — ὁμηγερής assembled masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμηγερέες — ὁμηγερής assembled masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμηγερέεσσι — ὁμηγερής assembled masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμηγερέεσσιν — ὁμηγερής assembled masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμηγερέος — ὁμηγερής assembled masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγείρω — ἀγείρω (Α) 1. (για πρόσωπα, στρατό κ.λπ.) συναθροίζω, συγκεντρώνω, συνάζω 2. (για πράγματα) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω 3. συγκεντρώνω κάτι με έρανο ή επαιτεία 4. συγκεντρώνω χρήματα για λατρευτικό σκοπό 5. συγκεντρώνω επιχειρήματα για μια… …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”